- ἐνδοξότατος
- ἔνδοξοςheld in esteemmasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθάνατος — Άλλη ονομασία του φυτού αγαύη (βλ. λ.). * * * η, ο (Α ἀθάνατος, ον) 1. αυτός που δεν υπόκειται σε φυσικό θάνατο, που δεν πεθαίνει, αιώνιος 2. (για αφηρημένες έννοιες) ακατάλυτος, αναλλοίωτος, άφθαρτος νεοελλ. 1. υπέροχος, έξοχος, θεσπέσιος,… … Dictionary of Greek
κύδιστος — κύδιστος, ίοτη, ον (Α) (υπερθ. τού κυδρός) 1. πολύ φημισμένος, ενδοξότατος («Ζεῡ κύδιστε μέγιστε», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγματα) μέγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος υπερθ. τού επιθ. κυδρός (σχηματισμένος από το θ. της λ. κῦδος) + κατάλ. ιστος (πρβλ. αἴσχ… … Dictionary of Greek
παμφανής — παμφανής, ές (Α) 1. ενδοξότατος, λαμπρότατος 2. το αρσ. ως ουσ. ό παμφανής το φυτό αείζωο το μέγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φανης (< φαίνω / φαίνομαι)] … Dictionary of Greek
πανένδοξος — η, ο / πανένδοξος, ον, ΝΑ εξαιρετικά ένδοξος, ενδοξότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἔνδοξος] … Dictionary of Greek
παναγλάιστος — παναγλάιστος, ον (Μ) λαμπρότατος, ενδοξότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀγλαΐζω (< ἀγλαός «λαμπρός»)] … Dictionary of Greek
πανευκλεής — ές, Μ εξαιρετικά ένδοξος, ενδοξότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐκλεής «ένδοξος»] … Dictionary of Greek
τρισένδοξος — η, ο, Ν πάρα πολύ δοξασμένος, ενδοξότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ /τρι * + ένδοξος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Αλέξ. Σούτσο] … Dictionary of Greek
ՊԱՏՈՒԱԿԱՆԱԳՈՅՆ — (գունի, նաց, կամ նից.) NBH 2 0618 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c τιμιώτερος, ἑντιμιώτερος , προστιμώτερος, ἑνδοξότατος, τιμιώτατος homoratior, tissimus, pretiosior, sissimus. Առաւել կամ յոյժ պատուական. ազնուական, եւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
πανένδοξος — η, ο δοξασμένος σε ανώτατο βαθμό, ενδοξότατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρισένδοξος — η, ο πάρα πολύ ένδοξος, ενδοξότατος: Ο τρισένδοξος Βοναπάρτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)